φακοειδεῖς

φακοειδεῖς
φακοειδής
lentiform
masc/fem acc pl
φακοειδής
lentiform
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • κουφόλιθος — Ορυκτό πολυπυριτικό άλας της ομάδας του ζωισίτου και του επιδότου, με χημικό τύπο H2Ca2Al2Si3O12. Κρυσταλλώνεται στην ημιμορφή του ρομβικού συστήματος, σε κρυστάλλους φακοειδείς ή πρισματικούς και βρίσκεται σε κελυφοειδή, νεφροειδή ή σφαιροειδή… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρώδης — ώδες (Μ μαργαρώδης, ῶδες) [μάργαρος] αυτός που μοιάζει με μάργαρο ή με μαργαριτάρι («τοὺς μαργαρώδεις τῆς ἀληθείας λόγους», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. φρ. «μαργαρώδη νέφη» (μετεωρ.) ακίνητα σχεδόν νέφη που μοιάζουν με θυσάνους ή με φακοειδείς… …   Dictionary of Greek

  • ροδάνθη — Βυζαντινό έμμετρο μυθιστόρημα, που γράφτηκε από τον Θεόδωρο Πρόδρομο ή Πτωχοπρόδρομο και ο πραγματικός τίτλος του είναι Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα. Αποτελείται από 4.614 τρίμετρα και διαιρείται σε εννέα βιβλία. Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε δυο …   Dictionary of Greek

  • σλίρεν — τα, Ν γεωλ. φακοειδείς ή ζωνοειδείς μορφές με τις οποίες απαντούν ορισμένα μεταλλοφόρα κοιτάσματα, αλλ. ταινίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schlieren < γερμ. διαλ. schlier με αρχική σημ. «πληγή»] …   Dictionary of Greek

  • φακωτός — ή, ό / φακωτός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με φακό, φακοειδής νεοελλ. (για ύφασμα) διάστικτος ή υφασμένος με φακοειδείς προεξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • ανκερίτης — Ορυκτό σύνθετο ανθρακικό άλας του τύπου CaCO3 (Mg, Fe, Mn) CO3, που ανήκει στην ομάδα του δολομίτη. Κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, έχει χρώμα λευκό, σταχτί ή ροζ καστανό, σκληρότητα 3,5 και πυκνότητα 2,9 3,2 gr/cm3. Οι κρύσταλλοί του είναι …   Dictionary of Greek

  • οργανογενή πετρώματα — Λέγονται και βιογενή. Οι φακοειδείς ή θολοειδείς αποθέσεις ασβεστόλιθων, κυρίως, με αποκλειστικά οργανογενή προέλευση, που βρίσκονται ανάμεσα σε άλλα ιζηματογενή πετρώματα. Ο σχηματισμός των πετρωμάτων αυτών οφείλεται στη δράση οργανισμών φυτικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”